- γκεζερίζω
- γκεζερίζω ώ (α) αμετ. бродить, слоняться, шататься
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκεζερίζω — και γκεζερώ γκεζέρισα (λ. τουρκ.), περιπλανιέμαι άσκοπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκεζερίζω — και γκεζερώ και γκιζερίζω περιπλανώμαι, γυρίζω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gezi «περίπατος»] … Dictionary of Greek